Δημοσιεύτηκε στην Αυγή της Κυριακής με τίτλο:
Η ΕΡΤ στον αντίποδα των ψηφιακών μονοπωλίων (ο τίτλος της εφημερίδας)
Την εποχή της τεχνοουτοπίας, όταν αναδύθηκε το web 2.0 και καλλιεργήθηκε η προσδοκία ότι το άνοιγμα των παραδοσιακών μορφών επικοινωνίας θα επέφερε εμπλουτισμό και εκδημοκρατισμό του δημόσιου λόγου, την έχει πλέον διαδεχθεί η πεποίθηση ότι η ψηφιακή τεχνολογία έχει ωθήσει την εξάπλωση της επιτήρησης, η δημιουργία αγορών (προσωπικών και μη) δεδομένων και η ανάδυση μονοπωλιακών πλατφορμών.
Τα παραδοσιακά μέσα (ενημέρωσης και επικοινωνίας) βρίσκονται σε κρίση, γιατί τα νέα μέσα απορρυθμίζουν τις αγορές τους και απομυζούν την υπεραξία τους. Όμως τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν θεσμικό ρόλο στο πολίτευμα, στον πολιτισμό και ρόλο στην κοινωνική συνοχή. Τα δημόσια Μέσα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, κρίσιμος θεσμός για την αναδημιουργία ενός δημόσιου χώρου στο ψηφιακό πεδίο, μπορούν να αποτελέσουν δημοκρατικό ανάχωμα στην εποχή των fake news και, ίσως, όπλο της Ευρώπης στον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει (από την πλευρά της πολιτιστικής βιομηχανίας). Δεν είναι τυχαίο πως ανάμεσα στα ψηφιακά μονοπώλια δεν υπάρχει ούτε ένα ευρωπαϊκό, με αποτέλεσμα η Ε.Ε. να επιχειρεί να προστατεύσει τα συμφέροντά της περιχαρακώνοντας το νομικό πλαίσιο είτε πρόκειται για την αγορά δεδομένων (GDPR) είτε για τα πνευματικά δικαιώματα, ενώ ταυτόχρονα καθιστά υποχρεωτική την παραγωγή Ευρωπαϊκού περιεχομένου.
Μια βασική διαφορά μεταξύ «παλαιών» και «νέων» Μέσων είναι ότι τα Νέα μέσα υπηρετούν την εξατομίκευση, ενώ τα δημόσια μέσα ενημέρωσης την κοινωνικοποίηση: Ενημερώνοντας, διαπαιδαγωγώντας και εκπαιδεύοντας, με σκοπό δηλαδή να προετοιμάσουν πολίτες ικανούς να παίρνουν πολιτικές αποφάσεις. Η ΕΡΤ δεν είναι μόνο τηλεοπτικά κανάλια ή σταθμοί ραδιοφώνου. Ως δημόσιος φορέας παραγωγής πολιτιστικών αγαθών, είναι θεσμός με πολιτικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό ρόλο.
Στην ψηφιακή εποχή, η ΕΡΤ πρέπει να εκμεταλλευτεί τους πόρους της, το αρχείο της, τη θεσμική της θέση. Βρίσκεται σε προνομιακή θέση προκειμένου να αναπτύξει ψηφιακές τεχνολογίες αιχμής και να παράγει πολιτιστικό, ιστορικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο. Οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν παίξει ρόλο στη μετάβαση στην ψηφιακή ενημέρωση και την παραγωγή υψηλής ποιότητας οπτικοακουστικών πολιτιστικών αγαθών, παίρνοντας πρωτοβουλίες που ιδιωτικοί φορείς δεν θέλουν ή συχνά δεν μπορούν να αναλάβουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε ενδιαφέρουσα και καίρια την πρόταση των Βρετανών Εργατικών στο κυβερνητικό τους πρόγραμμα για τα ΜΜΕ. Προτείνουν να δημιουργηθεί δίπλα στο BBC ένας νέος οργανισμός ψηφιακού περιεχομένου και εφαρμογών. Ο οργανισμός αυτός θα προσφέρει πλατφόρμα μέσα από την οποία οι Βρετανοί πολίτες (και όχι μόνο) θα έχουν πρόσβαση σε πολιτιστικά, ενημερωτικά, εκπαιδευτικά και ιστορικά υλικά. Η πλατφόρμα αυτή θα χρηματοδοτείται από φορολόγηση των μεγάλων διαδικτυακών μονοπωλίων (Google, Facebook), κάτι που αποτελεί τον μόνο πραγματικά δίκαιο και ρεαλιστικό τρόπο απόδοσης φόρων από την πλευρά τους, αφού οι περισσότερες απόπειρες σύνδεσης της κατανάλωσης (χρήσης υπηρεσιών εν προκειμένω) με την καταβολή διαφόρων τύπων εισφορών θεωρείται ανεφάρμοστη (copyright).
Δεν θα αρκείται στα ειδησεογραφικά, αλλά θα μπορεί π.χ. να αναπτύξει νέες τεχνολογίες για online διαβούλευση και δημόσια λήψη αποφάσεων ή να δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα να παραγγέλνουν εκπομπές και να συμμετέχουν στην επιλογή τους. Προβλέπεται παράλληλα και η δημιουργία ενός δημόσιου κοινωνικού δικτύου που θα σέβεται την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών του, αντίθετα με το Facebook, αποτελώντας σημείο πρόσβασης για δημόσια γνώση και περιεχόμενο, που διαθέτει όχι μόνο το ίδιο το BBC αλλά και άλλα δημόσια αποθετήρια όπως η Βρετανική Βιβλιοθήκη.
Πιστεύουμε ότι οι βασικοί άξονες μιας τέτοιας πρότασης μπορούν να μεταφερθούν στη χώρα μας. Με δεδομένη την πρωτοπόρα και σημαντική για τη χώρα μας ανάπτυξη της υβριδικής τηλεόρασης από την ΕΡΤ, θεωρούμε πως πειραματισμοί και σχεδιασμοί προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν χρήσιμοι, επίκαιροι και πολύτιμοι για τη δημοκρατία και τη δημόσια σφαίρα. Διότι αν υπάρξει διέξοδος από το δυστοπικό μονοπώλιο διαχείρισης και εμπορικής εκμετάλλευσης της διαδικτυακής πληροφορίας και δραστηριότητας, αν υπάρξει περιθώριο απόδοσης της υπεραξίας που δημιουργείται από τη διακίνηση πολιτιστικών και πληροφοριακών αγαθών και προϊόντων μέσα στα δίκτυα αυτά, στους δημιουργούς, αν το περιβάλλον χειραγώγησης, πλαστών ειδήσεων και ψευδών μπορέσει να περιοριστεί, αν εν τέλει, η επανοικειοποίηση του ψηφιακού χώρου είναι προϋπόθεση πλέον δημοκρατίας, τότε οι δημόσιοι ενημερωτικοί φορείς έχουν να παίξουν σημαίνοντα ρόλο, αρκεί να βγουν από την πεπατημένη μιας μιντιακής παραγωγής που παραπέμπει στη δεκαετία του 1990, εποχή που εξέφρασε κατά κύριο ρόλο στο πεδίο της ενημέρωσης η τηλεόραση.
Η διαδικασία της «ψηφιοποίησης» δεν είναι απλώς τεχνολογική, αλλά πολιτική, αφού καλείται να εκφράσει τις αξίες του φορέα που εκπροσωπεί στο πεδίο: όπως τα ψηφιακά μέσα εξέφρασαν τις αξίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έτσι και οποιαδήποτε απάντηση δεν μπορεί παρά να αντανακλά τις αξίες της εποχής μας. Χρειάζεται μια φυγή προς τα εμπρός που θα φέρει στην επιφάνεια και θα αρθρώσει τις παραμέτρους ενός σύγχρονου δημόσιου ψηφιακού οπτικοακουστικού φορέα που μόνο μια αριστερή διοίκηση μπορεί να παραγάγει.